Πυγμαίου

Πυγμαίου
Πυγμαί̱ου , Πυγμαῖος
a
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυγμαίου — πυγμαί̱ου , πυγμαῖος a masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cabíri — CABÍRI, orum, Gr. Κάβειροι, ων, waren die Einwohner eines Ortes in Böotien, deren einer Prometheus hieß, bey welchem die Ceres, als sie ihre geraubte Tochter, die Proserpina, suchte, einkehrete, und ihm, sammt dessen Sohne, dem Aetnäus, etwas… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • λαγγόνα — η ζωολ. κοινή ονομασία τού πυγμαίου φαλακροκόρακα …   Dictionary of Greek

  • Βέδα — Πρωτόγονος λαός, περιορισμένος τώρα στο ανατολικό τμήμα της Σρι Λάνκα μεταξύ της ανατολικής πλευράς του κεντρικού ορεινού όγκου του νησιού και της θάλασσας. Ο αριθμός των Β. δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος, δεδομένου ότι αποφεύγουν κάθε επαφή με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”